ἀμφισβητοῦσαν

ἀμφισβητοῦσαν
ἀμφισβητέω
go asunder
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενστατικός — ή, ό (AM ἐνστατικός, ή, όν) [ενστάτης] 1. αυτός που συνηθίζει να υποβάλλει ενστάσεις 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐνστατικοί οι γραμματικοί που αμφισβητούσαν τη γνησιότητα ομηρικών χωρίων αρχ. μσν. (για ζώα) άγριος, ατίθασος αρχ. 1. όποιος… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • χαρισματούχοι — οι, Ν θρησκειολ. (κυρίως στις πρωτόγονες θρησκείες) θρησκευτικοί ηγέτες τών οποίων η ανάδειξη οφειλόταν στα προσωπικά τους χαρίσματα και οι οποίοι έχαναν τη δύναμη και την επιβολή τους μόλις τα χαρίσματά τους αυτά εξέλιπαν ή τούς τά αμφισβητούσαν …   Dictionary of Greek

  • Αμπού, Εντμόντ — (Edmond About, Ντιέζ 1828 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος. Το 1851 ήρθε στην Αθήνα ως υπότροφος στη Γαλλική Σχολή. Στο διάστημα της τετραετούς παραμονής του περιόδευσε όλη τη χώρα και γυρίζοντας στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Ίντιρα — (Indira Gandhi, Αλαχαμπάντ, Ουτάρ Πραντές 1917 – 1984). Ινδή πολιτικός. Κόρη του πρωθυπουργού Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, έζησε ταραγμένα παιδικά χρόνια εξαιτίας των πολιτικών διώξεων που γνώρισαν οι γονείς της. Σπούδασε στην Ελβετία και στην Οξφόρδη και …   Dictionary of Greek

  • Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”